- κατεξαναστατικός
- κατεξαναστατικός, -ή, -όν (Α) [κατεξανίσταμαι]ο ικανός να αντιδρά, να εναντιώνεται σε κάποιον («καταφρονητικά... τοῡ ήδέος, κατεξαναστατικὰ δὲ τῶν ἀλγηδόνων», Σέξτ. Εμπ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατεξαναστατικά — κατεξαναστατικός fit for resisting neut nom/voc/acc pl κατεξαναστατικά̱ , κατεξαναστατικός fit for resisting fem nom/voc/acc dual κατεξαναστατικά̱ , κατεξαναστατικός fit for resisting fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεξαναστατικήν — κατεξαναστατικός fit for resisting fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)